Print article

Responses to American Poetry

The aim of this online space is to host the research work of university students or young scholars as this emerges from larger projects focusing on the American poetry scene. The objective of this initiative is to bring this kind of research activity to the attention of the general public in an attempt to further promote the exchange of ideas with regard to the process of reading, understanding and appreciating poetry writing.

  

Tatiani Rapatzikou 
(Associate Professor, School of English, Aristotle University of Thessaloniki, Greece; Advisor and initiative co-ordinator trapatz@enl.auth.gr)

Aristeidis Kleiotis

 

 

 

Kenny Fries

 

The Canoe Ride

We are trying to find the waterfall
—all afternoon, along the edges

of the lake, the high-pitched calls
of loons. (Imprecise directions.) We

pass through the canal—shallow, silent.
You explore the gnarled forms of trees,

submerged, and when we almost hit a rock—
you say, trust me. I sit on the bottom

of the canoe, you bring the paddle in and
balance, each hand holding to a side, your

body over mine, you kiss me. The clouds
move fast through the sky. A gunshot

echoes. You tie us up and on a grassy
knoll strewn with leaves, we make

love until the wind blows too cold. It’s
getting late, we must go home, but I want

to see the waterfall. Do you hear it
as we paddle, slowly, through the lilies?

Suddenly, a heron, the palest blue—looking
prehistoric—begins its awkward flight.

I see your eyes when you see it—whitecapped
water—now I can see it, too—the narrow

pathway down through the rocks. We
drift. The water’s pulse takes us

where it takes us. So, this is how it is
when you finally reach your destination.

But it isn’t over yet—(isn’t over still)—
as we make our way home, the setting

sun on the water behind you—oh, how it
dazzles—And later, alone, I wonder

how such detail, each sense triggering the next,
elevates our lives beyond mere description.

How many times will I return, like that lone
heron—(a widower I’m told)—to that cove and

see the waterfall as first I saw it—by looking
at your eyes. Before I sleep, I remember your

confession before we passed through that first
canal: I forgot how much there is beneath

the water we can’t see, you said. And I see
the now dark water—how it moves beneath my bed.

 

Η Βόλτα με το Κανό 

Τον καταρράχτη να βρούμε προσπαθούμε
—όλο το απόγευμα, κατά μήκος της όχθης

της λίμνης, τα διαπεραστικά καλέσματα
των κολύμβων. (Ανακριβείς κατευθύνσεις.) To

κανάλι διασχίζουμε – ρηχό, σιωπηρό.
Τις παράξενες μορφές των δέντρων εξερευνάς,

βυθισμένος, και όταν σχεδόν χτυπάμε σε ένα βράχο—
μου λες, εμπιστεύσου με. Κάθομαι στο βάθος

του κανό, το κουπί φέρνεις μέσα και
ισορροπείς, κάθε χέρι κρατώντας μία άκρη, το

σώμα σου πάνω μου, με φιλάς. Στον ουρανό
τα σύννεφα κινούνται γρήγορα. Αντηχεί ένας

πυροβολισμός. Μας δένεις και σε ένα στρωμένο με
φύλλα χορταριασμένο λοφάκι, κάνουμε

έρωτα έως ότου είναι πια πολύ κρύος ο αέρας που φυσάει.
Η ώρα περνάει, πρέπει σπίτι να γυρίσουμε, όμως

τον καταρράχτη θέλω να δω. Τον ακούς καθώς
κάνουμε κουπί, σιγά σιγά, ανάμεσα στα κρίνα;

Ξαφνικά, ένας ερωδιός, το πιο ωχρό μπλε—μοιάζοντας
προϊστορικός—ξεκινάει το περίεργο πέταγμά του.

Τα μάτια σου κοιτώ ενώ το βλέπεις‒ αφρισμένο
νερό—τώρα μπορώ, επίσης, να το δω—το στενό

πέρασμα εκεί ανάμεσα στους βράχους.
Επιπλέουμε. Ο παλμός του νερού μας πάει

όπου μας πάει. Έτσι είναι, λοιπόν,
όταν επιτέλους φτάνεις στον προορισμό σου.

Δεν έχει τελειώσει ακόμη όμως—(ακόμη δεν έχει τελειώσει)—
το δρόμο για το σπίτι καθώς παίρνουμε, ο ήλιος που

δύει πίσω σου πάνω από το νερό—αχ, πόσο
μαγευτικός—Και αργότερα, μόνος, αναρωτιέμαι

πώς τέτοια λεπτομέρεια, κάθε αίσθηση να πυροδοτεί την άλλη,
ανυψώνει τις ζωές μας πέραν μιας απλής περιγραφής.

Πόσες φορές θα επιστρέψω, όπως εκείνο τον μοναχικό
ερωδιό—(χήρος μου λένε)—στον όρμο εκείνο και

να δω τον καταρράκτη όπως όταν τον πρωτοείδα στα
μάτια σου κοιτώντας. Προτού κοιμηθώ, θυμάμαι την

εξομολόγησή σου πριν διασχίσουμε εκείνο το πρώτο
κανάλι: Ξέχασα πόσα υπάρχουν κάτω από

το νερό που δε μπορούμε να δούμε, μου είπες. Και βλέπω
το σκοτεινό τώρα νερό—πώς κινείται κάτω από το κρεβάτι μου.

                © Poeticanet