Print article

Responses to American Poetry

The aim of this online space is to host the research work of university students or young scholars as this emerges from larger projects focusing on the American poetry scene. The objective of this initiative is to bring this kind of research activity to the attention of the general public in an attempt to further promote the exchange of ideas with regard to the process of reading, understanding and appreciating poetry writing.

  

Tatiani Rapatzikou 
(Associate Professor, School of English, Aristotle University of Thessaloniki, Greece; Advisor and initiative co-ordinator trapatz@enl.auth.gr)

 

 

 

Aristeidis Kleiotis

 

The Translation Ode:
A Conversation Between Lana Del Rey and Sylvia Plath

 

Daddy

You do not do, you do not do   
Any more, black shoe
In which I have lived like a foot   
For thirty years, poor and white,   
Barely daring to breathe or Achoo.
 
Daddy, I have had to kill you.   
You died before I had time-
Marble-heavy, a bag full of God,   
Ghastly statue with one gray toe   
Big as a Frisco seal
 
And a head in the freakish Atlantic   
Where it pours bean green over blue   
In the waters off beautiful Nauset.   
I used to pray to recover you.
Ach, du.
 
In the German tongue, in the Polish town   
Scraped flat by the roller
Of wars, wars, wars.
But the name of the town is common.   
My Polack friend
 
Says there are a dozen or two.   
So I never could tell where you   
Put your foot, your root,
I never could talk to you.
The tongue stuck in my jaw.
 
It stuck in a barb wire snare.   
Ich, ich, ich, ich,
I could hardly speak.
I thought every German was you.   
And the language obscene
 
An engine, an engine
Chuffing me off like a Jew.
A Jew to Dachau, Auschwitz, Belsen.   
I began to talk like a Jew.
I think I may well be a Jew.
 
The snows of the Tyrol, the clear beer of Vienna   
Are not very pure or true.
With my gipsy ancestress and my weird luck   
And my Taroc pack and my Taroc pack
I may be a bit of a Jew.
 
I have always been scared of you,
With your Luftwaffe, your gobbledygoo.   
And your neat mustache
And your Aryan eye, bright blue.
Panzer-man, panzer-man, O You-
 
Not God but a swastika
So black no sky could squeak through.   
Every woman adores a Fascist,   
The boot in the face, the brute   
Brute heart of a brute like you.
 
You stand at the blackboard, daddy,   
In the picture I have of you,
A cleft in your chin instead of your foot   
But no less a devil for that, no not   
Any less the black man who
 
Bit my pretty red heart in two.
I was ten when they buried you.   
At twenty I tried to die
And get back, back, back to you.
I thought even the bones would do.
 
But they pulled me out of the sack,   
And they stuck me together with glue.   
And then I knew what to do.
I made a model of you,
A man in black with a Meinkampf look
 
And a love of the rack and the screw.   
And I said I do, I do.
So daddy, I’m finally through.
The black telephone’s off at the root,   
The voices just can’t worm through.
 
If I’ve killed one man, I’ve killed two-
The vampire who said he was you   
And drank my blood for a year,
Seven years, if you want to know.
Daddy, you can lie back now.
 
There’s a stake in your fat black heart   
And the villagers never liked you.
They are dancing and stamping on you.   
They always knew it was you.
Daddy, daddy, you bastard, I’m through.
 
 
Μπαμπάκα
 

Δεν κάνεις, δεν κάνεις
Πια, μαύρο παπούτσι
Που μέσα του έζησα σαν ένα πόδι
Για τριάντα χρόνια, φτωχή και χλωμή,
Τολμώντας ίσα να πάρω ανάσα ή να Φτερνιστώ.

Μπαμπάκα, έπρεπε να σε σκοτώσω.
Πέθανες πριν να προλάβω—
Βαρύς σαν μάρμαρο, ένας σάκος γεμάτος Θεό,
Τρομακτικό άγαλμα με ένα γκρίζο δάκτυλο
Μεγάλο σαν μία φώκια Φρίσκο

Και ένα κεφάλι στον φρικιαστικό Ατλαντικό
Όπου πέφτει σαν ξερό χορτάρι μέσα στα γαλανά
Νερά έξω από την όμορφη Νοσέτ.
Συνήθιζα να προσεύχομαι για να αναρρώσεις,
Ach, du.I

Στη Γερμανική γλώσσα, στην Πολωνική πόλη
Ισοπέδωση από ένα κύμα
Πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Αλλά το όνομα της πόλης είναι κοινό.
Ο Πολωνέζος φίλος μου

Λέει ότι υπάρχουν μία ή δύο ντουζίνες με αυτό.
Έτσι λοιπόν ποτέ δεν μπόρεσα να εντοπίσω
Τα χνάρια σου, τις ρίζες σου,
Ποτέ δεν μπόρεσα να πω όσα ήθελα να πω.
Η γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο μου.

Μάγκωσε σε μία ακάνθινη συρμάτινη παγίδα.
Ich, ich, ich, ich,II
Με το ζόρι έβγαζα μιλιά.
Νόμιζα ότι κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα μία βωμολοχία

Μία μηχανή, μία μηχανή
Πατώντας με στις ράγες σαν μία Εβραία.
Μία Εβραία στο Νταχάου, το Άουσβιτς, το Μπέλσεν.
Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.
Ίσως, βασικά, και να είμαι Εβραία.

Τα χιόνια στο Τυρόλο, η διαυγής μπύρα στη Βιέννη
Δεν είναι τόσο αμόλυντα και αληθινά.
Με την τσιγγάνα πρόγονό μου και το μυστήριο ριζικό μου
Και την τράπουλα Ταρό μου και την τράπουλα Ταρό μου
Ίσως και να με κάνουν λίγο Εβραία.

Πάντα φοβόμουν εσένα,
Με την Luftwaffe III, τα ακαταλαβίστικά σου.
Και το σένιο μουστάκι σου
Και τα Άρεια φανταχτερά γαλανά μάτια σου.
Panzer IV-ανθρωπάκι, Ω panzer-ανθρωπάκι εσύ—

Όχι ένας Θεός αλλά μία σβάστικα
Τόσο μαύρη που το φως του ουρανού αμαυρώθηκε.
Όλες οι γυναίκες λατρεύουν έναν Φασίστα,
Τη μπότα στη μούρη, τη βάρβαρη
Τη βάρβαρη καρδιά ενός κτήνους σαν και εσένα.

Στέκεσαι δίπλα στον μαύρο πίνακα, μπαμπάκα,
Στην φωτογραφία που έχω από εσένα,
Ένα σημάδι στο πιγούνι αντί της μπότας σου
Δεν σε κάνει λιγότερο διαβολικό αυτό, όχι
Όχι λιγότερο από τον μαύρο άντρα που

Έσχισε την καλή κόκκινη καρδιά μου στα δύο.
Ήμουν δέκα όταν σε έθαψαν.
Στα είκοσι προσπάθησα να αυτοκτονήσω
Για να γυρίσω πίσω, πίσω, πίσω σε εσένα.
Νόμιζα τα κόκαλά μου θα αρκούσαν για εσένα.

Αλλά με έσυραν έξω από το τσουβάλι,
Και με ένωσαν ξανά με κόλλα.
Και τότε ήξερα τι να κάνω.
Βρήκα έναν σαν και εσένα,
Έναν άντρα στα μαύρα με ένα Meinkampf V βλέμμα

Και μία εμμονή για βία και πήδημα .
Και εγώ είπα δέχομαι, δέχομαι.
Κι έτσι μπαμπάκα, επιτέλους τελείωσα πια.
Το μαύρο τηλέφωνο σάπισε στην ρίζα,
Οι φωνές δεν μπορούν να τρυπώσουν σαν σκουλήκια πια.

 

Αν σκότωσα έναν άντρα, έχω σκοτώσει δύο—
Το βαμπίρ που παρουσιάστηκε με τη μορφή σου
Και μου ρουφούσε το αίμα για ένα χρόνο,
Επτά χρόνια, αν θες να μάθεις, ζούσα στον πόνο.
Μπαμπάκα, μπορείς να αναπαυτείς τώρα.

Να ένα παλούκι στη χοντρή μαύρη καρδιά σου
Και οι χωρικοί δεν σε χώνεψαν ποτέ.
Χορεύουν και ποδοπατούν το πτώμα σου.
Πάντα ήξεραν ότι όλο το φταίξιμο ήταν δικό σου.
Μπαμπάκα, μπαμπάκα, παλιομπάσταρδε, τελείωσα μαζί σου.

NOTE:

In order to access the poems please go to:

Sylvia Plath "Daddy":
https://www.poetryfoundation.org/poems/48999/daddy-56d22aafa45b2


I Σχ. τ. Μετ.: Στεναγμός: Αχ, εσύ.

II Σχ. τ. Μετ.: Εγώ, εγώ, εγώ, εγώ

III Σχ. τ. Μετ.: Λούφτβαφφε: Αναφορά στην Γερμανική πολεμική αεροπορία που ενεπλάκη σε όλους τους σημαντικούς πολέμους της Γερμανίας.

IV Σχ. τ. Μετ.: Πάνζερ: Είδος Γερμανικού πολεμικού άρματος (τανκ) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

V Σχ. τ. Μετ.: Mein Kampf: Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αδόλφου Χίτλερ “Ο Αγών μου” (1925-1926) που βασίστηκε στον ιδεολογικό ναζισμό μεταφρασμένο στα Ελληνικά από τον Προεστίδη Λεωνίδα από τις εκδόσεις Κάκτος.